- ἐθελοθρησκείας
- ἐθελοθρησκείᾱς , ἐθελοθρησκείαwill-worshipfem acc plἐθελοθρησκείᾱς , ἐθελοθρησκείαwill-worshipfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.